- ενεχυριάζω
- ενεχυρίασα, ενεχυριάστηκα, ενεχυριασμένος, μτβ., παραδίνω κάτι ως ενέχυρο σε δανειστή, βάζω ενέχυρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενεχυριάζω — (Μ ἐνεχυριάζω) δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειο μσν. παίρνω κάτι ως ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε ιάζω] … Dictionary of Greek
ἐνεχυριάσῃ — ἐνεχυριάζω aor subj mid 2nd sg ἐνεχυριάζω aor subj act 3rd sg ἐνεχυριάζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυριάζει — ἐνεχυριάζω pres ind mp 2nd sg ἐνεχυριάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυριάζοντα — ἐνεχυριάζω pres part act neut nom/voc/acc pl ἐνεχυριάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυριάσεις — ἐνεχυριάζω aor subj act 2nd sg (epic) ἐνεχυριάζω fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυρίαζον — ἐνεχυριάζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐνεχυριάζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνεχυρίαζον — ἐνεχυριάζω imperf ind act 3rd pl ἐνεχυριάζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυριαζομένοις — ἐνεχυριάζω pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυριαζομένους — ἐνεχυριάζω pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυριάζειν — ἐνεχυριάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)